- καλυπτῆρες
- καλυπτήρcoveringmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
IMBREX — regula est σωληνοειδὴς canaliculata, et rubulata, quod rorem derivet intectis, an ex Gr. ὄμβρος, imber, et βρέχω, rigo, quod imbribus rigetur, nomen nacta, Gloslae, Imbrices, καλυπτῆρες. item ςεγαςῆρες. Horum vicem olim conyzae masculae folia… … Hofmann J. Lexicon universale